- φιλαίακτος
- -ον, Α1. αυτός που αγαπά τους θρήνους, που τού αρέσει να κλαίει, κλαψιάρης2. συνεκδ. αξιοθρήνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + αἰακτός «αξιοθρήνητος, ελεεινός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαιάκτων — φιλαίακτος lamentable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)